Ρίτσμοντ

Ρίτσμοντ
(Richmond). Πόλη των ανατολικών ΗΠΑ, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας Βιρτζίνια (105.716 τ. χλμ.), επί του ποταμού Τζέιμς και της σιδηροδρομικής γραμμής Νέας Υόρκης-Μαϊάμι. Η ίδρυσή της χρονολογείται από το 1637, όταν δημιουργήθηκε εκεί μόνιμος οικισμός: μόνο όμως εκατό χρόνια αργότερα, χάρη στον Γουίλιαμ Μπερντ, χτίστηκε μια πραγματική πόλη, που αναπτύχθηκε ταχύτατα χάρη στην προνομιούχο θέση της πάνω σε μια από τις κυριότερες συγκοινωνιακές αρτηρίες, ανάμεσα στα ατλαντικά εδάφη του Βορρά και σε εκείνα του Νότου. και στο σημείο όπου τερματίζεται η ναυσιπλοΐα στον Τζέιμς, στη λεγόμενη Γραμμή των Καταρρακτών (Fall Lirie). Η Ρ. έγινε πρωτεύουσα της Βιρτζίνια το 1779 και κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία των ΗΠΑ, γιατί υπήρξε πρωτεύουσα των ομόσπονδων Πολιτειών του Νότου στον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-65) και κατελήφθη από το στρατηγό Γκραντ μονάχα το 1865. Η Ρ. διατηρεί πολλά μνημεία από την περίοδο εκείνη, μεταξύ των οποίων το Richmond National Battiefield Ρark, το Καπιτώλιο (18ος αι., νεοκλασικού ρυθμού), τον Λευκό Οίκο των Νότιων και το σπίτι του στρατηγού των Νότιων Ρόμπερτ Λι. Σήμερα, η Ρ. είναι η πολυανθρωπότερη και σπουδαιότερη πόλη της Βιρτζίνια. Είναι έδρα του πανεπιστήμιου της Ρ. (1832), του πανεπιστήμιου της Ένωσης της Βιρτζίνια (1865), του Θεολογικού Σεμινάριου της Ένωσης και διάφορων άλλων πολιτιστικών και παιδαγωγικών ιδρυμάτων. Η Ρ. είναι επίσης σημαντικό ποτάμιο λιμάνι, μεγάλη αγορά και κέντρο επεξεργασίας καπνού και έχει εργοστάσια υφαντουργίας, χημικών προϊόντων και μεταλλομηχανουργίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… …   Dictionary of Greek

  • Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Ντάικ, Άντονι σερ — (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το 1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βον, Βίκτορ Κλάρενς — (Victor Clarence Vaughan, Μάουντ Έρι, Ράντολφ, Μισούρι 1851 – Ρίτσμοντ 1929). Αμερικανός φαρμακολόγος και παθολόγος. Δίδαξε φυσιολογία και χημική παθολογία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου έγινε καθηγητής στην έδρα της υγιεινής και της χημικής …   Dictionary of Greek

  • Γκάσκελ, Ελίζαμπεθ Γκλέγκχορν — (Elisabeth Gleghorn Gaskell, Λονδίνο 1810 – Χόλμπορν 1865).Αγγλίδα μυθιστοριογράφος. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία σε ηλικία 34 ετών. Το πρώτο της έργο Μέρι Μπάρτον (1848), στο οποίο περιγράφει τις συνθήκες ζωής μιας βιομηχανικής μεγαλούπολης,… …   Dictionary of Greek

  • Γουάικλιφ, Τζον — (John Wycliffe, Γουάικλιφ, Ρίτσμοντ 1325; – Λιούτεργουερθ 1384). Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Υπήρξε η πρώτη φωνή που υψώθηκε στην Ευρώπη διακηρύσσοντας την πολιτική και θρησκευτική ελευθερία, την ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας και κοινωνικές… …   Dictionary of Greek

  • Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”